- στράτευμα
- στράτευμαexpeditionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στράτευμα — το, ΝΜΑ, και στράτεμα Ν [στρατεύω (Ι)] συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη, στρατός νεοελλ. σύνολο πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το σύνολο τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας αρχ. 1. εκστρατεία, στρατεία* 2. το ναυτικό 3.… … Dictionary of Greek
στράτευμα — το στρατός ή τμήμα στρατού: Τα εχθρικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στράτευμ' — στράτευμα , στράτευμα expedition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατευμάτοιν — στράτευμα expedition neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατευμάτων — στράτευμα expedition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεύμασι — στράτευμα expedition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεύμασιν — στράτευμα expedition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεύματα — στράτευμα expedition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεύματε — στράτευμα expedition neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατεύματι — στράτευμα expedition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)